χάλασμα — slackened condition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλασμα — άσματος, το, ΝΑ [χαλῶ] νεοελλ. 1. το να χαλάει, να καταστρέφεται κάτι 2. κατεδάφιση 3. ερείπιο («βγήκε σαν φάντασμα από τα χαλάσματα») 4. (για τρόφιμα) αλλοίωση, αποσύνθεση, σήψη 5. (για καιρικές συνθήκες) επιδείνωση αρχ. 1. κατάσταση χαλάρωσης… … Dictionary of Greek
χαλασμάτων — χάλασμα slackened condition neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλάσμασι — χάλασμα slackened condition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλάσμασιν — χάλασμα slackened condition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλάσματα — χάλασμα slackened condition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλάσματι — χάλασμα slackened condition neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλάσματος — χάλασμα slackened condition neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρβαλο — το, Ν 1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. *χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση … Dictionary of Greek
ερείπιο — το (AM ἐρείπιον, Α και ως επίθ. ἐρείπιος, ον) [ερείπω] 1. οτιδήποτε έχει καταστραφεί από τον χρόνο ή από άλλες αιτίες, αυτό που μένει μετά την καταστροφή κάποιου πράγματος, γκρεμισμένο οικοδόμημα, χάλασμα 2. (για ανθρώπους) ο λόγω ηλικίας ή… … Dictionary of Greek